- ψευδωνύμως
- ψευδώνυμοςunder a false nameadverbialψευδώνυμοςunder a false namemasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψευδωνύμως — ΝΜΑ επίρρ. βλ. ψευδώνυμος … Dictionary of Greek
ψευδώνυμος — η, ο / ψευδώνυμος, ον, ΝΜΑ αυτός που φέρει ή χρησιμοποιεί ψεύτικο όνομα ή αυτός που ονομάζεται εσφαλμένα από άλλους με όνομα το οποίο δεν τού ανήκει (α. «ψευδώνυμο νομοσχέδιο» β. «φιλόσοφος ψευδεπίγραφος καὶ ψευδώνυμος», Πλούτ. γ. «ἥξεις δ… … Dictionary of Greek
ՍՏԱՆՈՒՆԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0742 Chronological Sequence: 8c մ. ψευδωνύμως falso nomine. Սուտ անուամբ. ստայօդ կոչմամբ. *Պատրել կարծիցէ զստանունաբար կոչեցեալն առ ի նմանէ հայր. Դիոն. թղթ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)